- άσσον
- ἆσσον (επίρρ., συγκρ. του ἄγχι) (Α)πλησιέστερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < (ρίζα)* anĝh- τού άγχι + -jov, κατάλ. επιρρ. συγκρ. βαθμ. *αγjov > *ανσσον > άνσσον, με απλοποίηση του -ν-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἇσσον — ἆσσον , ἆσσον nearer comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἆσσον — nearer comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσσόν — Ἀσσός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾆσσον — ᾆ̱σσον , ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ᾆ̱σσον , ἀίσσω shoot imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀίσσω shoot pres part act masc voc sg ἀίσσω shoot pres part act neut nom/voc/acc sg ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσσοτάτω — ἆσσον nearer superl ἆσσον nearer masc/neut nom/voc/acc dual ἆσσον nearer masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσσοτάτῃ — ἆσσον nearer fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσσοτέρω — ἆσσον nearer comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφθονώ — ἐπιφθονῶ, έω (Α) [επίφθονος] 1. αρνούμαι, απαγορεύω, αποκρούω κάποιον, δεν θέλω να κάνει κάτι («ᾧ δὲ κ’ ἐπιφθονέοις [ἆσσον ἴμεν] ὅδε τοι πάλιν εἶσιν ὀπίσσω», Ομ. Ιλ.) 2. μισώ, φθονώ κάποιον («καὶ ἐκείνοισι δὲ ἐπιφθονέομεν», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
παράσσον — Α επίρρ. 1. χρον. μεμιάς, αμέσως, στην στιγμή 2. τοπ. παραπλεύρως, δίπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἆσσον «πλησιέστερα», επίρρ. συγκριτικό τού ἄγχι] … Dictionary of Greek
προσέρπω — και δωρ. τ. ποθέρπω Α [ἕρπω] 1. (κυριολ. και μτφ.) πλησιάζω έρποντας, σιγά σιγά, αθόρυβα (α. «τόμβον προσεῑρπον ἆσσον», Σοφ. β. «τὰς προσερπούσας τύχας», Σοφ. γ. «τὸν προσέρποντα χρόνον», Πίνδ.) 2. επέρχομαι («ἅ μ ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόοισι… … Dictionary of Greek